Διαβάστε το άρθρο του Βασίλη Σκουντή για τον Ανέστη Πεταλίδη και τη ζωή του. Αξίζει τον κόπο, είναι ένα μικρό δείγμα μόνο του τι πρόσέφερε στον Άρη και στο ελληνικό μπάσκετ ο αείμνηστος “Πατριάρχης” (σήμερα η κηδεία του, στις 12 το μεσημέρι, στην Αγία Σοφία). Είναι από τη στήλη του μπασκετικού δημοσιογράφου στο gazzetta.gr
Όταν πέθανε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο αείμνηστος Φρέντι Γερμανός έγραψε στο χρονογράφημα του στην (επίσης συχωρεμένη) “Ελευθεροτυπία” ότι “είναι σαν να κηδέψαμε τη νιότη μας” κι αυτή η ατάκα μου ‘ρθε στο μυαλό πριν από λίγες ώρες, ακούγοντας το θλιβερό άγγελμα από Θεσσαλονίκη μεριά: έφυγε από τη ζωή ο Ανέστης Πεταλίδης, ποιος τη χάρη, λοιπόν, του Φαίδωνα Ματθαίου, που θα ‘χει πια έναν αξιόμαχο αντίπαλο στα ντέρμπι του εσωτερικού πρωταθλήματος το οποίο διοργανώνει ο Άγιος Πέτρος στον Παράδεισο!
Ανακατεύω επίτηδες τα θρησκευτικά, διότι ο Ματθαίου που αναπαύθηκε εν ειρήνη στις 17 Σεπτεμβρίου του 2011 και ο Πεταλίδης έχουν τόσα κοινά σημεία, ώστε κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να τους χαρακτηρίσει “αδερφές ψυχές”: βέροι Θεσσαλονικιοί και οι δύο, πρώην κωπηλάτες που εν συνεχεία αφοσιώθηκαν στο μπάσκετ, Αρειανοί μέχρι το κόκκαλο, συμπαίκτες στην πολυσυζητημένη (για το αν όντως συμμετείχε στο Ολυμπιακό Τουρνουά ή απλώς έκανε ανταρσία και ξέμεινε στο Ελσίνκι μετά το Προολυμπιακό) εθνική ομάδα του 1952 και -last but not least -κι οι δυο μοιράζονται τον τίτλο του “Πατριάρχη”!
Τον Ανέστη που πήρε σήμερα τον δρόμο του Ματθαίου, αλλά και του φίλου του και έτερου ομοϊδεάτη στην Αρειανοφροσύνη, Γιώργου Τσιλιγκαρίδη τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν, όντας μειράκιον της δημοσιογραφίας, ανέβηκα για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και συνάντησα έναν γεροδεμένο και αψύ τύπο, με αυστηρό στιλ και σκληρά χαρακτηριστικά. Η φήμη του, πάντως, προηγείτο της φυσικής παρουσίας, διότι προτού καν τον συναντήσω ήξερα καλά για το ποιόν του ανδρός…
Στα πάνω από τριάντα χρόνια που πέρασαν από τότε, νταραβερίστηκα μαζί του σε ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές των παράλληλων βίων μας στο μπάσκετ: ήταν η πιο αξιόπιστη πηγή μου στα τεκταινόμενα στον Αρη και ήμουν (όπως και ο συνάδελφος και φίλος μου Δημήτρης Καρύδας, ο “αλητάκος χαμουτζής”. Χαμουτζήδες, παρεμπιπτόντως, αποκαλούν οι Θεσσαλονικείς τους Αθηναίους, ενώ ο ίδιος σε όποιον απευθυνόταν, τον προσφωνούσε “καρντάση”!
Μαζί με τον Καρύδα είχαμε την τιμή να είμαστε τα δυο αγαπημένα καρντάσια
του Ανέστη, εκείνη την εποχή και πριν από λίγο που τηλεφώνησα στον Δημήτρη για να μοιραστούμε μαζί τη λύπη, τη συγκίνηση, μα κυρίως τις αλησμόνητες εμπειρίες από τις παρτίδες τις οποίες ανοίξαμε μαζί του συνειδητοποιήσαμε (και δεν πρόκειται για σχήμα λόγου, αλλά) ότι αυτές αποτελούν μαθήματα ζωής τα οποία φυλάττουμε ως κόρη οφθαλμού…
Δεν ξέρω τι να πρωτογράψω για τον Ανέστη: μου ξανάρχονται η μία μετά την άλλη, οι εικόνες, οι κουβέντες, οι ιστορίες, οι off the record συζητήσεις, που εδέησαν να γίνουν συνέντευξη μόλις τον Δεκέμβριο του 2009. Τότε μου έκανε τη μεγίστη τιμή να παραβιάσει τις συνήθειες όλης της ζωής του, να κατέβει από το Πανόραμα, όπου είχε εγκατασταθεί μονίμως, για λόγους υγείας, να πιάσει το παλιό στασίδι του στο καφενείο “Λευκός Πύργος” και να γυρίσει ακριβώς τριάντα χρόνια πίσω για να θυμηθεί άγνωστες στο ευρύ κοινό και ανέκδοτες ιστορίες από την άφιξη του Γκάλη στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη η συνέντευξη ήταν όντως μνημείο, που διασώθηκε στην αφιερωματική εκπομπή/ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης του ΣΚΑΙ επί τη ευκαιρία της τριακοστής επετείου από το ντεμπούτο του Νικ με τη φανέλα του Αρη.
Η μάλλον (όπως έλεγαν πάντοτε ο Ματθαίου και ο Πεταλίδης και εξακολουθεί να λέει ο “Ξανθός”) του Αρεως!
Στα σκόρπια, λοιπόν, χωρίς να προλάβω να ανατρέξω στο αρχείο μου ,που αραχνιάζει στις ντουλάπες του σπιτιού μου, (αλλά με την πολύτιμη βοήθεια του Γιωργή Μπουσβάρου) σταχυολογώ εδώ μερικές μικρές ιστορίες από τον βίο και την πολιτεία του Ανέστη στο μπάσκετ. Είναι ένας μικρός, ένας ελάχιστος φόρος τιμής στον άνθρωπο που (όχι σώνει και καλά, επειδή ο νεκρός δεδικαίωται, αλλά) πραγματικά συνέδεσε το όνομα του, όσο κανείς, άλλος, με τα μπασκετικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης…
Ο Ανέστης ήταν τόσο πολύ ερωτευμένος με το μπάσκετ και τόσο πολυπράγμων, ώστε κάποια στιγμή βρισκόταν ταυτόχρονα σε τρεις ομάδες: έπαιζε στη ΧΑΝΘ, προπονούσε τον Αρη και ταυτόχρονα ίδρυσε τον Απόλλωνα Καλαμαριάς!
Ως παίκτης ήταν από τους καλύτερους της εποχής του, ως προπονητής επίσης διέπρεψε, αλλά ήταν γραφτό του να γευθεί το νέκταρ των τίτλων μονάχα ως γενικός αρχηγός του Αρεως. Οι παλαιότεροι θυμούνται την εξαιρετική ομάδα που παρουσίασε στο διεθνές Τουρνουά της Λιέγης και αργότερα στις πρώτες διοργανώσεις των Κυπέλλων Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και των αγώνων με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ, όταν ο Παρίσης έβαζε τρικλοποδιές στον Ταλ Μπρόντι!
Το καλοκαίρι του ’78 ο Ανέστης αποφάσισε ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να αφήσει την τεχνική ηγεσία του Αρεως και τότε παρέδωσε το δαχτυλίδι του στο πνευματικό τέκνο του. Κατά σύμπτωση, εκείνο το καλοκαίρι αποφάσισε να κρεμάσει τη φανέλα με το Νο 5 ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος προήχθη αμέσως σε προπονητή και έναν χρόνο αργότερα έγινε ο νεότερος head coach που κατέκτησε τον τίτλο της Α’ Εθνικής. Με τη λογική του “like father, like son” o (εξ απαλών ονύχων ορφανός από πατέρα) Ιωαννίδης ακολούθησε αρκετές από τις μεθόδους του Πεταλίδη κι αυτός με τη σειρά του ένιωθε υπερήφανος για τα κατορθώματα του διαδόχου του, προς τον οποίο, ωστόσο, υπήρξε ανέκαθεν αυστηρός και πολύ συχνά τον μάλωνε και τον… μπινελίκωνε για λάθη, παραλείψεις και αβλεψίες του.
Ως συνέχεια εκ του προηγουμένου, είναι αυτονόητο ότι από τον Πεταλίδη, ο “ξανθός” πέραν των άλλων, κληρονόμησε και την αθυροστομία.
Μάλιστα στην ιστορική συνέντευξη που μου έδωσε ο Ανέστης τον Δεκέμβριο του 2009, όταν τον ρώτησα πώς έκανε ζάφτι τον Γκάλη με τον Γιαννάκη, γέλασε και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου και χωρίς να νοιάζεται επειδή η κάμερα ήταν ανοιχτή και έγραφε τα πάντα μου απάντησε το εξής: “Για μαλάκα με περνάς, ρε αλητάκο; Έβαζα την Σλοβένα πουτανίτσα στη μέση και τους έφτιαχνε τις σχέσεις με τον τρόπο του”. Τον Σούμποτιτς εννοούσε…
Είτε ως προπονητής, είτε ως γενικός αρχηγός, είτε ως αντιπρόεδρος, είτε ως απόμαχος, ο Ανέστης ήταν πάντοτε ο “padre padrone” και ο Νέστορας του Αρεως: η “ιερή αγελάδα” του συλλόγου και εκείνος στον οποίο προσέτρεχαν άπαντες για να λάβουν όχι απλώς μια γνώμη, αλλά την ευλογία και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος!
Παραμένουν all time classic για την μπασκετική, αλλά και και για την εν γένει κοινωνική ζωή της Θεσσαλονίκης, τα καμώματα της παρέας του Πεταλίδη με τον διάσημο καρδιοχειρουργό (και για ένα φεγγάρι πρόεδρο του Αρεως) Παναγιώτη Σπύρου, τον (πρόεδρο της ΠΑΕ Αρης0 Δημήτρη Δασυγένη, τον Κώστα και τον Δημήτρη Παρίση, τον Μιλτιάδη Βέλλο, τον Τάκη Ρόκκο, τον Κοντότση, τον Μονόρη, τον Μητσακάκη, τον Μπουσουλέγκα, τον Σαμαρά και άλλους . Μανιώδεις καπνιστές, πότες, ξενύχτες, bon vivants κι έξω καρδιά όλοι τους μαζεύονταν είτε στην “Εκάλη”, είτε στο “Αχίλλειον”, είτε στο μπαρ, που άνοιξε κάποια στιγμή ο ίδιος ο Ανέστης και συζητούσαν μέχρι το ξημέρωμα για τον Αρη τους και τον… μισητό τους ΠΑΟΚ. Σύμφωνα μάλιστα με τον αστικό μύθο και στο πλαίσιο της μισαλλοδοξίας ανάμεσα στους δυο συλλόγους, η παρέα (λέγεται ότι) έκανε πάρτι στις 20 Ιουνίου του ’78, όταν ο μεγάλος σεισμός στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο γήπεδο της Τούμπας!
Τον Οκτώβριο του 1979 ο Ανέστης ήταν εκείνος που πρώτος απ’ όλους υποδέχθηκε τον Γκάλη στο αεροδρόμιο και έπαθε σοκ, διότι ο Νικ εμφανίστηκε πιο κοντός απ’ όσο είχε προαναγγελθεί και …αντιτουριστικός: είχε την αφάνα στο μαλλί, το δασύτριχο στήθος το οποίο φαινόταν από το ανοικτό πουκάμισο και μια μούρη τσαλακωμένη από το πρήξιμο που του είχε προκαλέσει ένας πονόδοντος. Στην ίδια (του 2009) συνέντευξη ο Πεταλίδης μου είχε πει ότι το πρώτο πράγμα που έκανε, προτού τον παρουσιάσει στον κόσμο και στον Τύπο, ήταν να του κλείσει μυστικά ένα ραντεβού σε εχέμυθο οδοντίατρο για να του διορθώσει τη φάτσα!
Την επόμενη μέρα τον πήγε στην προπόνηση και τον παρέδωσε στα χέρια του Αλεξανδρή. “Όρμα του, ρε “μαύρε”, να δούμε τι ψάρια πιάνει” διέταξε τον Βαγγέλη, που μετά από δέκα λεπτά σταμάτησε αλαφιασμένος και εξέδωσε την… πραγματογνωμοσύνη του για το συμβάν: “Ανέστη, αυτός δεν παίζεται. Είναι από άλλο ανέκδοτο”!
Στο ντεμπούτο του, στις 2 Δεκεμβρίου του 1979, κόντρα στον Ηρακλή, ο Γκάλης έβαλε μεν τριάντα πόντους, έκανε μια καθοριστική τάπα στον Σακελλαρίου και σημείωσε το νικητήριο καλάθι, αλλά οι απαιτητικοί (και αφοσιωμένοι στο λατρεμένο ίνδαλμα τους, τον Χάρη Παπαγεωργίου) φίλαθλοι και οι δημοσιογράφοι τον έκριναν με αυστηρότητα και τον έβγαλαν ατομιστή, άστοχο και ανίκανο να κάνει τη διαφορά. Το ίδιο βράδυ ο Πεταλίδης μάζεψε τους δημοσιογράφους και τους είπε με εκείνο το ύφος, αλλά και την μπασκετοσύνη που δεν σήκωναν αντίρρηση: “Καρντάσια, γράψτε και πείτε ό,τι θέλετε, απλά να ξέρετε ότι εκεί που φτύνετε τώρα, σε λίγο θα γλείφετε”! Το καλοκαίρι του ’80 ο Πεταλίδης και ο επίσης συχωρεμένος Μιλτιάδης Βέλλος πήγαν με ένα Toyota και έφεραν από το Βελιγράδι τον Ιβκοβιτς.
Στα δυο χρόνια που έμεινε ο Ντούντα στον Αρη (χωρίς να οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση κάποιου τίτλου) ο Ανέστης, ως είθισται, γινόταν το ανάχωμα, το αλεξικέραυνο και ο ειδικός διαμεσολαβητής στις δύσκολες καταστάσεις. Δυο χρόνια αργότερα, υπό την πίεση της άγονης διετίας, του κόσμου, της νοσταλγίας για τον Ιωαννίδη και της ρήξης του Ιβκοβιτς με τον Γκάλη και τον Παπαγεωργίου, διέκοψε τη συνεργασία τους, λέγοντας το εξής: “Διώχνω τον καλύτερο προπονητή που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα”!
Ως προπονητής έμεινε με το απωθημένο ότι του ξέφυγε το ένα από τα τρία αστέρια που μεσουρανούσαν στη Θεσσαλονίκη: ο Στέργιος Μπουσβάρος ανήκε στον Αρη, ο Κώστας Παρίσης αποκτήθηκε από το Ανατόλια, αλλά ο Αριστείδης Μούμογλου έμεινε στον Ηρακλή.
Το τσαντάδικο ονόματι “Del Sole”, που είχε στο κέντρο της Θεσσαλονίκη, συνεταιριζόμενος με τον παλαίμαχο παίκτη του Πανελληνίου (και αδερφό του Μίμη) Μιχάλη Στεφανίδη δεν ήταν απλώς στέκι, αλλά… άντρο του μπάσκετ!
Όταν ο Αρης έκλεισε τη συμφωνία με τον Γουόλτερ Μπέρι, ο τότε πρόεδρος Παναγιώτης Σπύρου σηκώθηκε ενθουσιασμένος και είπε στον “The Truth” ότι θέλει να τον φιλήσει! Την ώρα που τον αγκάλιαζε, ο Ανέστης, που ήταν αντιπρόεδρος, του είπε αυτοσαρκαζόμενος αλλά και γνωρίζοντας τη δεινή οικονομική κατάσταση της ομάδας. “Άσε ρε Παναγιώτη, μην τον φιλάς, γιατί όταν δεν θα χουμε να τον πληρώσουμε θα μας φτύνει όλους μαζί”!
Ο Πεταλίδης είναι ο ηθικός αυτουργός για την ιστορική (εκείνη την εποχή και δεδομένου του ελληνικού αθλητικού χάρτη) απόφαση της ΕΡΤ να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα της μια ζωντανή μετάδοση αγώνα μπάσκετ κάθε Σάββατο. Το 1983, όταν ο Αρης δεν είχε να πληρώσει μια δόση στον Γκάλη, ο Ανέστης τηλεφώνησε στον Φίλιππο Συρίγο και του ζήτησε μια αβαρία: να μεταδώσει απ’ ευθείας η ΕΡΤ τον αγώνα Αρης- Παναθηναϊκός που γινόταν, λόγω τιμωρίας, στο ουδέτερο γήπεδο του Βόλου. Ο Φίλιππας του έκανε το χατίρι και ο πανούργος Ανέστης, γέμισε το γήπεδο με διαφημιστικές πινακίδες που του απέφεραν (εάν θυμάμαι καλά) γύρω στα δύο εκατομμύρια δραχμές και μ’ αυτό το κόλπο βρήκε τα λεφτά για να πληρώσει τον Νικ.
Είχε κι ένα παρατσούκλι ο συχωρεμένος, που το κουβαλούσε από χρόνια, λόγω της μεγάλης, γαμψής και απολύτως ποντιακής μύτης του: Τον έλεγαν “Καραγκιόζη”!
ΥΓ: Τον ευχαριστούμε τον Ανέστη για όλα όσα έκανε για το μπάσκετ και για όλα όσα μας έμαθε. Τον ευχαριστώ και προσωπικά γιατί ανέχτηκε επί πολλά χρόνια τα αδιάκοπα τηλεφωνήματα-ακόμη και στις πιο ακατάλληλες ώρες- από τον αλητάκο” όπως με έλεγε για το θράσος μου να του τηλεφωνώ νυχτιάτικα στο σπίτι του…