Είναι το «μωρό του ελαφιού», αλλά δεν ξέρει για ποιον λόγο του δόθηκε αυτό το προσωνύμιο. “Ποτέ δεν έμαθα γιατί και πως. Εδώ, στην Ελλάδα, μου το έδωσαν. Όχι στην Αμερική”, λέει με απορία. Προφανώς γιατί είχε γίνει ντραφτ απ’ τους Μιλγουόκι Μπακς, που έχουν σήμα τα “Ελαφια”, την ομάδα του Γιάννη Αντετοκούνμπο.
Ο Μάικ Τζόουνς είναι πλέον 48 ετών, ώριμος και κατασταλαγμένος. Και δεν φοβάται να πει στην «ΑrenaPress» τα πάντα για την ζωή του, για το μπάσκετ, για τον ΠΑΟΚ, για τον Άρη. «Έζησα τη ζωή μου, όπως την έζησα, έκανα λάθη, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω πίσω και να αλλάξω κάτι. Αν μπορούσα, θα πήγαινα στο ΝΒΑ, αντί να έρθω στην Ευρώπη. Θα έμενα άλλη μια χρονιά στο Κολέγιο και θα έπαιζα, ίσως, στο ΝΒΑ. Και κάτι άλλο. Θα έφερνα πίσω τη γιαγιά μου, που την αγαπούσα και με αγαπούσε πολύ», λέει χαμογελαστός αλλά με αυτοπεποίθηση. Όπως τότε, όταν έκανε τους φιλάθλους να τον φωνάζουν «Μάικ-Μάικ» και να τον αποθεώνουν, όπου και να έπαιξε…
Συναντήσαμε τον Αμερικανό στο ξενοδοχείο που κατέλυσε μετά τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Παναθηναϊκό. Δεν ήταν χαρούμενος απ’ το αποτέλεσμα.
– Πώς σου φάνηκε ο ΠΑΟΚ;
«Δεν ήταν δίκαιο που έχασε έτσι όπως έχασε. Ο Μπατίστα έκανε βήματα πριν την πάσα στο τρίποντο του Γιάνκοβιτς. Η ομάδα πάλεψε, ΟΚ, αλλά είναι και άδικο να χάνει έτσι. Ο Παναθηναϊκός είναι μεγάλη ομάδα, είχε το προβάδισμα. Αλλά στο τέλος οι διαιτητές έκαναν λάθη. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι όταν σφυρίζουν έτσι. Η ομάδα πρέπει να προχωρήσει, δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα πλέον. Αλλά ήταν άδικο».
– Μήπως μπορούσε να αποφύγει και το τρίποντο;
«Έγινε καλό σύστημα απ’ τον Παναθηναϊκό. Είχε δύο αλλά και τρεις επιλογές. Κι υπάρχει ένας νόμος στο μπάσκετ που λέει ότι όταν ένας σουτέρ κάνει την επαναφορά, υπάρχουν πιθανότητες να πάρει μετά πάλι τη μπάλα. Άρα δεν τον αφήνεις. Αλλά οι παίκτες του ΠΑΟΚ πήγαν για βοήθεια στον Μπατίστα. Είναι καλός παίκτης αυτός. Τον είχα… αντίπαλο στην Ουρουγουάη, που έπαιζα! Ήταν, βέβαια, τότε μόνο 18 ετών. Αλλά φαινόταν ότι θα γίνει ένας δυνατός παίκτης».
– Ο κόσμος σε χειροκρότησε πάλι. Σ’ αγαπάει και σε θυμάται. Σίγουρα είναι κάτι σημαντικό αυτό.
«Φυσικά, έτσι νιώθω κι εγώ. Αγαπώ τον κόσμο και την ενέργεια που δίνει. Μπήκα στο γήπεδο και αμέσως 20-30 άνθρωποι με χαιρέτησαν και άλλοι, πιο μακριά, με χειροκρότησαν. Αυτό είναι μια ανταμοιβή. Μου φτάνει. Ο ΠΑΟΚ ξεχωρίζει για αυτό, για τον κόσμο του, και την ενέργεια του. Παίζαμε με τον Σπόρτιγκ και ήταν γεμάτο το γήπεδο. Τι να πρωτοθυμηθώ;»
– Θα ερχόσουν πίσω, αν σε καλούσε ο ΠΑΟΚ;
«Έχει μια πολύ μπασκετική διοίκηση και είναι το σημαντικότερο αυτό για κάθε προπονητή. Ξέρεις, είμαι καλά στην Κύπρο, έχω μια ακαδημία, την «ΜJBasketPlus», όπου έχω τώρα 72 παιδιά συν ένα νηπιαγωγείο από άλλα 35 παιδιά, που τους κάνω μια φορά την εβδομάδα τα βασικά του μπάσκετ. Οικονομικά είμαι καλά, δεν έχω πρόβλημα. Τα παιδιά πληρώνουν 50 ευρώ το μήνα. Αλλά οι συνθήκες δεν είναι καλές, σαν μπάσκετ, στην Κύπρο. Τα γήπεδα δεν είναι καλά, η οργάνωση δεν υπάρχει, οι ομάδες είναι λίγες και δεν προωθούν τους γηγενείς παίκτες. Ούτε καν καλά-καλά Εθνική ομάδα δεν έχει πλέον η Κύπρος. Αν μου παρουσιαζόταν μια ευκαιρία, θα έφευγα, ναι. Αλλά δεν το σκέφτομαι, ούτε το έχω συζητήσει με κάποιον. Σου λέω απλά τα δεδομένα».
– Δε μίλησες με τον Μπάνε στον αγώνα;
«Είχε τρεξίματα εκείνη την ώρα που εγώ πήγα στο γήπεδο. Μιλήσαμε μετά, εγώ καθόμουν αλλού, αυτός αλλού, είναι εξ άλλου ο πρόεδρος και πρέπει να κάνει πολλές δουλειές. Και το κυριότερο να βρίσκει χρήματα! Καθόλου εύκολη δουλειά! Αλλά απ’ ότι βλέπω τα πάνε περίφημα. Η ομάδα είναι 3η, έχει μπασκετικούς στο τιμόνι, ο Μπάνε, ο Μάτζικ, είναι όλοι παίκτες του μπάσκετ, ξέρουν πως είναι να παίζεις, ξέρουν το άθλημα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι περισσότεροι παράγοντες δεν έχουν παίξει μπάσκετ και δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Νομίζουν ότι επειδή βάζουν πέντε δολάρια, έμαθαν και μπάσκετ. Δεν είναι έτσι».
– Δίνατε τότε όμως μεγάλες μάχες και είχατε και ισχυρή διοίκηση…
«Ναι, τότε τα λεφτά πετούσαν, φίλε, στην Ελλάδα! Πολύ χρήμα. Πολλά έξοδα, πολλοί παίκτες, μάνατζερ, το μπάσκετ τότε ήταν το πρώτο, τουλάχιστον έτσι νιώθαμε εμείς. Περπατούσαμε στο δρόμο και ήμασταν σαν βασιλιάδες! Μας αποθέωναν. Φαντάσου, απλά, τι έγινε, τις επόμενες μέρες που κερδίσαμε τον Άρη. Χαμός, μια τρέλα».
– Τι βραδιά όντως εκείνη. Και για σένα που ήσουν και νέο παιδί…
«Ήμουν 20 χρονών, στα 21. Ήθελα να παίξω μπάσκετ, όπως ξέρω, απλά. Προσπάθησα να το κάνω. Είναι κάτι που μου αρέσει, το αγαπούσα και το αγαπώ, και τώρα το μαθαίνω στα παιδιά. Τι να θυμηθώ από εκείνα τα παιχνίδια. Ήταν ένας «πόλεμος». Εκείνο που δεν μου άρεσε ήταν τα φτυσίματα, τα κέρματα, τα αντικείμενα. Να σε βρίζουν, ΟΚ, μπορεί να το συνηθίσεις. Να σου κάνουν κακό όμως επειδή παίζεις μπάσκετ σε άλλη ομάδα, είναι παρανοϊκό».
– Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος σου αντίπαλος; Ο Γκάλης;
«Ο Γκάλης, φίλε, ήταν κάτι άλλο. Τόσο σταθερός στην προπόνηση και στον αγώνα. Δεν είναι εύκολο, ξέρεις, να μπαίνεις σε κάθε αγώνα και να βάζεις 35 πόντους. Γι’ αυτόν ήταν. Ήταν πολύ συνεπής σ’ αυτό που έκανε. Έκανα μια φορά προπόνηση μαζί του το πρωί. Συνήθως ο Νικ έκανε με τον γυμναστή του, τον Ραμπότα. Έκανε τα δικά του πράγματα. Ερχόταν το απόγευμα και κάναμε τακτική, έπαιζε στα διπλά. Το πρωί όμως έκανε γυμναστική, έκανε βάρη. Θυμάμαι πως έκανε 100 σουτ φορώντας γιλέκο με βάρη και με μπάλα πολύ πιο βαριά απ’ το κανονικό. Πώς να μην στέκεται στον αέρα μετά; Θυμάμαι μια φάση που είμαι δίπλα του και ο Φασούλας είναι μπροστά του και σηκώνουμε τα χέρια και οι δύο και αυτός στέκεται στον αέρα και σουτάρει από πάνω. Συνήθως τα έβαζε με ταμπλό. Αυτό έδειχνε πολλά για το πόσο μπάσκετ ήξερε. Ήταν, για να μην στα πολυλογώ, το κάτι άλλο».
– Άλλος; Έπαιξες σε τόσες ομάδες. Ο Ίνγκραμ, για παράδειγμα;
«Μπα, ο Ίνγκραμ δε με δυσκόλευε ιδιαίτερα. Ήταν πιο κοντός από μένα, δεν παίζαμε στην ίδια θέση. Ήταν καλός, αλλά δεν ανησυχούσα πολύ γι’ αυτόν. Τους κερδίζαμε με 30 πόντους. Τότε έπαιζαν πολλοί καλοί παίκτες. Ο Λαντσμπέργκερ στον Πανιώνιο, ο συχωρεμένος ο Πέτγουεϊ στον Απόλλωνα, ο Σκάρι στον Ολυμπιακό, ο Έντγκαρ Τζόουνς στον Παναθηναϊκό.
Εκείνος που με δυσκόλευε πάντα ήταν ο Τζόρντι Βιγιακάμπα, της Μπανταλόνα. Έπαιζα στη Μπαρτσελόνα, ήμασταν αντίπαλοι, ήταν πολύ δύσκολος παίκτης, με πολλές επιλογές στο πως θα σε νικήσει. Μακρινό σουτ, δυνατό ντράιβ, καλή τεχνική».
– Θα άλλαζες τίποτα στην καριέρα σου; Πού δεν πέρασες καλά; Και ποιος σε βοήθησε πιο πολύ, ποιος π.χ. προπονητής σου άρεσε να παίζεις μαζί του;
«Δε θα άλλαζα κάτι. Κι επειδή ξέρω ότι θέλεις να ρωτήσεις για τη γνωστή ιστορία, σου λέω ότι πάει αυτό για μένα, πέρασε, τελείωσε. Γράψε ό,τι θέλεις. Ήμουν νέος και πέρασαν πολλά χρόνια. Για μένα αυτό τελείωσε. Δεν υπάρχει πλέον, δεν θέλω να το σκέφτομαι και δεν θέλω να το συζητάω πλέον. Δεν πέρασα καλά, μ’ όλα αυτά που σου λέω, λοιπόν, στον Άρη, αλλά και στη Μπαρτσελόνα. Είχα 16.5 πόντους μέσο όρο και ένιωθα «ξένο σώμα». Είχαν τον Όντι Νόρις για «θεό», είχαν τους Ισπανούς τους, δεν «κόλλησα» ποτέ σ’ αυτήν την ομάδα. Στην Ορτέζ ένιωσα καλά. Με τον Μισέλ Γκομέζ. Θα πω ότι αυτός ήταν που μου άρεσε περισσότερο να παίζω στην ομάδα του. Με άφηνε να είμαι ο εαυτός μου στο παρκέ. Δεν μου έβαλε όρια. Αυτός ήταν ο Μάικ Τζόουνς. Ένας παίκτης που δεν του άρεσαν τα όρια. Κι αυτό λέω τώρα στα παιδιά μου, στη σχολή μου. Να μην έχουν όρια στα όνειρα τους και να δουλεύουν σκληρά. Και έτσι θα πετύχουν στη ζωή».
Πηγή: Εφημερίδα Arena Press, Συνέντευξη στον Κώστα Κούση