Ο Έλληνας κόουτς, μο οποίος εδώ και τρία χρόνια εργάζεται στην Κίνα, μίλησε για όλους και για όλα. Για την εμπειρία του στην Ασία, για τον τραυματισμό που του στοίχισε ουσιαστικά τη συνέχιση της καριέρας του, για τον πατέρα του, Σούλη και για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης.
Αναλυτικά είπε:
Για την εμπειρία του στην Κίνα με τον κορωνοϊό:
«Εμείς παίξαμε στις 22 Ιανουαρίου και μετά πετάξαμε για την Ελλάδα, έχοντας άδεια για την κινέζικη πρωτοχρονιά. Θα γυρίζαμε μετά από πέντε μέρες, αλλά μετά από όσα έγιναν δεν επιστρέψαμε. Δεν ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση εκείνη την περίοδο αλλά μας είχαν πει να φοράμε μάσκες. Στο τελευταίο ματς στο Πεκίνο, πάνω από τους μισούς θεατές φορούσαν μάσκα. Γενικότερα βέβαια το κάνουν αυτό οι Κινέζοι. Εμείς μετά φύγαμε και δε ζήσαμε την κατάσταση όπως τη βίωσε ο λαός της Κίνας. Το Γιουχάν δεν είναι κοντά στο Πεκίνο και δεν είχε ομάδα στη CBA οπότε δεν ταξιδέψαμε εκεί. Πάρθηκαν πολύ σκληρά, αλλά αποτελεσματικά μέτρα. Θέλουν να είναι απόλυτα σίγουροι όταν ξεκινήσουν όλα τα πρωταθλήματα, για την ασφάλεια των αθλητών και του κόσμου».
Για το πρωτάθλημα της Κίνας:
«Υπάρχει επιθυμία των ανθρώπων να συνεχιστεί. Έγιναν προσπάθειες για να γίνει αυτό στα μέσα Απριλίου όμως η επιτροπή υγείας θεώρησε ότι δεν είναι έτοιμη η περιοχή για κάτι τέτοιο. Τώρα υπάρχει επιθυμία να συνεχιστεί τον Ιούλιο, αν όλα πάνε καλά».
Για την προσαρμογή του στην Κίνα:
«Για οποιαδήποτε απόφαση υπάρχουν κάποιες παράμετροι. Το να φύγεις στο εξωτερικό είναι δύσκολο. Η αρχή ήταν αρκετά δύσκολη. Μιλάμε για άλλη κουλτούρα και τρόπο σκέψης τον οποίο έπρεπε να συνειδητοποιήσεις και μετά να προσαρμοστείς σ’ αυτόν. Ο χρόνος βοήθησε πολύ. Κάθε μέρα ήταν και καλύτερα και θεωρώ ότι έχω βρει το ρυθμό μου και έχω δει πώς λειτουργούν και πώς σκέφτονται.
Το μπάσκετ είναι παντού το ίδιο. Εγώ πήγα να κάνω αυτό που ευχαριστιέμαι σε μία συνεργασία που είναι πολύ εποικοδομητική και ευχάριστη. Η εμπειρία είναι πολύ σημαντική γιατί και μόνο που έρχεσαι σε επαφή με την κουλτούρα της Κίνας και τον τρόπο που σκέφτονται, με την αμερικανική επίσης, σε εμπλουτίζει με γνώσεις».
Για τη συνεργασία του στο Πεκίνο με τον Γιάννη Χριστόπουλο:
«Πήγα στην Κίνα μαζί με τον Γιάννη Χριστόπουλο ο οποίος ήταν για αρκετά χρόνια στην Εθνική Κίνας. Ήταν ιδιαίτερα τιμητικό για μένα γιατί πριν συνεργαστούμε δεν είχαμε ιδιαίτερη σχέση και σε μία πολύ σημαντική ευκαιρία γι’ αυτόν, με κάλεσε να συνεργαστούμε. Στο γήπεδο έχει μία συγκεκριμένη και δομημένη φιλοσοφία και θεωρώ ότι έχουμε μία εκπληκτική συνεργασία».
Για το αν έχει μάθει κινέζικα:
«Κάποιες λίγες, τις βασικές λέξεις μπορώ να τις πω. Αλλά όχι να μιλήσω κανονικά. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις για να μπορέσεις να καταλάβεις τις λέξεις. Ο βαθμός δυσκολίας ενός προπονητή είναι μεγαλύτερος γιατί για να μπορέσεις να μιλήσεις με τους παίκτες, χρειάζεσαι μεταφραστή. Οπότε η δική σου οδηγία θα μεταφερθεί σε κάποιον άλλον μέσω τρίτου ο οποίος πρέπει να καταλαβαίνει πώς σκέφτεσαι εσύ για να το μεταδώσει σωστά, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο».
Για το στιλ μπάσκετ που αγαπούν στην Κίνα:
«Τους αρέσει το ΝΒΑ, θέλουν να πάρουν πράγματα από εκεί. Βέβαια τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλοί Ευρωπαίοι προπονητές που δουλεύουν στην Κίνα και παίρνουν αρκετά πράγματα από το ευρωπαϊκό στιλ. Γενικότερα είναι… σφουγγάρια, θέλουν να πάρουν νέες πληροφορίες και νομίζω ότι επειδή υπάρχουν πολλοί παίκτες και ομάδες, κάποια στιγμή θα τους δούμε και σε πολύ καλές θέσεις με την Εθνική τους Ομάδα. Οι Αμερικανοί έχουν πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το πώς θα παίξει η ομάδα, κρατούν πολλή ώρα την μπάλα στα χέρια τους, παίρνουν αρκετές προσπάθειες. Το ματς είναι τέσσερα 12λεπτα και θα δεις πολλές φορές παίκτες που σκοράρουν πολλούς πόντους».
Για τους γηγενείς παίκτες:
«Έχουν τη φιλοσοφία να εμπιστεύονται τους γηγενείς παίκτες και να τους δώσουν τη δυνατότητα να έχουν την μπάλα στα χέρια τους τις δύσκολες στιγμές και να παίρνουν τις αποφάσεις. Γι’ αυτόν το λόγο κάθε ομάδα φέτος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί δύο ξένους και στο τέταρτο 12λεπτο από τους δύο αγωνίζεται πάντα ο ένας. Θυμίζει λίγο τις μέρες μας στη δεκαετία του ’90 όταν είχαμε δύο ξένους, πριν τους κοινοτικούς. Υπήρχε φημολογία ότι την επόμενη χρονιά από τους δύο ξένους θα αγωνίζεται μόνο ο ένας. Η δική μας ομάδα έχει δηλωμένους 16 γηγενείς παίκτες και έχουμε άλλους -5 που προπονούνται μαζί μας το καλοκαίρι. Το σκεπτικό τους είναι να έχουν τη μερίδα του λέοντος οι γηγενείς παίκτες και να έρθουν κάποιοι ξένοι που θα τους βοηθήσουν να κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα».
Για τα χρήματα που δίνουν στην Κίνα:
«Αυτά τα θέματα είναι λυμένα. Κάποιοι παίκτες που είναι στο υψηλό επίπεδο, πληρώνονται αδρά. Βέβαια εκεί τα ματς γίνονται κάθε δύο μέρες, οπότε μέσα στην εβδομάδα αγωνίζεσαι συνήθως τρεις φορές. Η νίκη μετρά πολύ, η πίεση είναι αρκετά μεγάλη και είναι πολύ δύσκολο το να παρουσιαστούν έτοιμοι σε κάθε παιχνίδι για να μπορέσουν να πάρουν το πρωτάθλημα».
Για τα μεγάλα ονόματα ξένων στην Κίνα:
«Οι δύο ξένοι είναι υψηλού επιπέδου. Είτε θα έρθουν από το ΝΒΑ ή από την Ευρωλίγκα. Και ο Γιάννης Μπουρούσης αγωνίστηκε στην Κίνα. Εμείς έχουμε φέτος τον Τζέρεμι Λιν, τον Τζάστιν Χάμιλτον και τον Έκπε Ούντο. Επειδή τα προηγούμενα χρόνια είχαμε πληγεί από τους τραυματισμούς, αποφασίστηκε να έχουμε τρεις ξένους και ανά τακτά χρονικά διαστήματα θα αλλάζουμε τον έναν για να είμαστε ανταγωνιστικοί και καλυμμένοι σε περίπτωση τραυματισμού. Ο Ούντο είναι ένας παίκτης ο οποίος ξέρει τι ζητά στο γήπεδο, έχει εκπληκτικά αμυντικά προσόντα και είναι λογικό κάθε ευρωπαϊκή ομάδα να τον θέλει.
Όσο για τον Λιν, και στην Ελλάδα έχουμε ζήσει πολλές σκηνές αποθέωσης, όμως το γεγονός ότι όπου πηγαίναμε μας περίμεναν 200 άτομα στο ξενοδοχείο και μετά το ματς ήταν όλοι στη σειρά για αυτόγραφο, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ο προπονητής προπονεί και ο παίκτης παίζει. Υπάρχει δεδομένη φιλοσοφία και ο Τζέρεμι κάνει μεγάλη προσπάθεια να ενταχθεί σ’ αυτήν κι εμείς για να αξιοποιήσουμε τα προσόντα του
Στην Κίνα είναι και ο Λανς Στίβενσον. Το πρωτάθλημα είναι πολύ ανταγωνιστικό και αν εξαιρέσουμε την Γκουαντόνγκ η οποία είναι στην πρώτη θέση και τη Σιζιάνγκ όπου ασίσταντ είναι ο Αλέξης Φαλέκας, από την 3η μέχρι τη 12η θέση οι διαφορές είναι πολύ μικρές».
Για το μέλλον και την αμυντική φιλοσοφία:
«Δε γνωρίζω αν θα μείνουμε και την επόμενη σεζόν. Το συμβόλαιό μας ολοκληρώνεται φέτος. Ο κόουτς Χριστόπουλος είχε δεδομένη φιλοσοφία και είχε δουλέψει πολύ με τους Κινέζους παίκτες στην Εθνική. Είναι λάτρης της άμυνας και φέτος και πέρυσι η ομάδα μας είχε την καλύτερη άμυνα στο πρωτάθλημα. Είναι αξιοθαύμαστο κάθε δύο μέρες οι παίκτες μας να είναι προσηλωμένοι στην άμυνα και να κατεβάζουν τους αντιπάλους από τους 120 πόντους στους 90. Δεν ήταν μόνο η άμυνα, ο τρόπος που λειτούργησε η ομάδα στην επίθεση και να παίξει ο ένας για τον άλλον, με passing game και καλές συνεργασίες, βοήθησε να πάμε καλά. Οι συνθήκες είναι άρτιες στην Κίνα, οι ομάδες προσπαθούν να παρέχουν ό,τι θέλει ο παίκτης. Η ομάδα σου παρέχει οδηγό για τις μετακινήσεις, είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσεις εκεί».
Για τις αναμνήσεις του ως παίκτης και αν θυμάται το τρίποντο στον αγώνα με τον Ολυμπιακό:
«Γενικότερα έρχονται στη μνήμη μου πολλές στιγμές και ως παίκτης και ως προπονητής. Ναι, θυμάμαι το τρίποντο στο ματς με τον Ολυμπιακό (σ.σ. σεζόν 1999-00, νίκη του Ηρακλή με 82-81) ήταν ένα σημαντικό σουτ για να κερδίσει ο Ηρακλής. Είχε προηγηθεί βέβαια προσπάθεια 44 λεπτών από άλλους παίκτες».
Για το ότι θεωρείται ένα από τα μεγάλα what if του ελληνικού μπάσκετ και τον τραυματισμό που υπέστη στην πτήση του Ηρακλή προς τη Λούλεα, το 2001:
«Εγώ αυτό που έκανα ήταν να προσπαθώ πολύ σκληρά κάθε μέρα για να παρουσιαστώ έτοιμος μέσα στο γήπεδο. Σε όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο συμβαίνουν κάποιες ατυχίες. Συνέβη αυτό σε μένα. Αν δε γινόταν, ίσως να μην ήμουν ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Βλέπω τη ζωή καθημερινά με το δικό μου μάτι και προσπαθώ να είμαι όσο καλύτερος γίνεται σ’ αυτό που κάνω. Με υποθέσεις δεν μπορούμε να μιλάμε, παρόλα αυτά ακόμα και όταν τραυματίστηκα, μέσα από τη συμμετοχή μου στις προπονήσεις και σε κάποιους αγώνες, ρούφηξα κάθε γουλιά απ’ αυτό που μου άρεσε να κάνω και το απολάμβανα κάθε στιγμή. Ακόμα και τώρα, αν πάω να παίξω με κάποιους φίλους μου ή κάνω κάποια σουτ μέσα στο γήπεδο.
Μετά τον τραυματισμό μου, μπήκα στο γήπεδο σε έξι μήνες. Δεν ήμουν απόλυτα καλά αλλά προσπαθούσα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικός στην προπόνηση για να βοηθήσω και τους συμπαίκτες μου. Προς το τέλος της χρονιάς είχα παίξει σε κάποια ματς. Στη συνέχεια πήγα στον Μακεδονικό, τον ΠΑΟΚ, την Ξάνθη και σταμάτησα στον Απόλλωνα Καλαμαριάς».
Για τον Ηρακλή:
Όταν έπαιζα, ήμουν τυχερός γιατί βρισκόμουν σε μία ομάδα που εμπιστευόταν τους νεαρούς παίκτες. Οι συμπαίκτες μου, μου έδειχναν εμπιστοσύνη και προσπαθούσα να κάνω τη ζωή της ομάδας πιο εύκολη. Την ίδια χρονιά πήραμε το παιδικό και το εφηβικό πρωτάθλημα. Προπονητικά, στον Ηρακλή ήμουν 24 ετών, το 2006-07, δυστυχώς την πρώτη χρονιά που έπαιξε στην Α2. Είχαμε ένα κράμα έμπειρων και νεαρών παικτών για να πατήσει η ομάδα πάνω σ’ αυτό και να διεκδικήσει τα επόμενα χρόνια την άνοδο. Έγινε καλή προσπάθεια, είχαμε όμως αρκετούς τραυματισμούς».
Για το βήμα που έκανε στην προπονητική, σε μικρή ηλικία:
«Μετά από μεγάλο διάστημα προσπάθειας να επανέλθω, κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα να παίξω στο επίπεδο που εγώ ήθελα. Θεώρησα ότι είναι καλό να ακολουθήσω αυτό που αγαπάω από κάποιο άλλο μετερίζι. Το επάγγελμα του προπονητή είναι πολύ δύσκολο, είναι ένας μαραθώνιος και από εκεί και πέρα θα φανεί στην πορεία τι μπορεί να κάνει ο καθένας. Νιώθω ευλογημένος για την κάθε μέρα. Στη ζωή υπάρχουν δυσκολίες, το θέμα είναι πώς τις βιώνεις και τις αντιμετωπίζεις. Έχω επιλέξει έναν δρόμο και θεωρώ ότι μ’ αυτά που μου έχει δώσε ο Θεός είμαι πολύ χαρούμενος».
Για την πιθανότητα επαναπατρισμού του:
«Θεωρώ ότι σε κάθε απόφαση, η πρώτη παράμετρος είναι η οικογένειά μου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει το μέλλον. Δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτα».
Για τη νυν κατάσταση των ομάδων της Θεσσαλονίκης:
«Πάντα όταν κάτι ακμάζει, θα έρθει και η παρακμή για να ξανάρθει η ακμή. Ο ΠΑΟΚ και ο Άρης ταλανίζονται από πολλά προβλήματα τα τελευταία χρόνια, ίσως διαφορετικής φύσεως μεταξύ τους, κι αυτά τα προβλήματα αντανακλούν μέσα στο γήπεδο. Το θέμα δεν είναι τι έχει συμβεί, αλλά πώς από δω και πέρα κάθε ομάδα θα μπορέσει να μην ξαναβρεθεί σ’ αυτήν τη θέση. Και οι δύο ομάδες παρά τα προβλήματά τους έκαναν προσπάθεια. Όταν δύο ομάδες που έχουν πολύ κόσμο πίσω τους αγωνίζονται για στόχους που και οι φίλαθλοι και οι ίδιοι δεν έχουν συνηθίσει, η πίεση είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι σε κάποια άλλη ομάδα που έχει συνηθίσει να παίζει για 8-9 νίκες. Οι δύο ομάδες ξεκίνησαν με κάποια ανεπιτυχή αποτελέσματα, η πίεση έγινε πολύ μεγαλύτερη, είχαν προβλήματα τραυματισμών και συνοχής.
Για τον Ηρακλή, πάντα η πρώτη χρονιά είναι δύσκολο και αναγνωριστική. Έγινε ένα σταθερό βήμα. Οι άνθρωποι του Ηρακλή έχουν πει ότι θέλουν να πάνε ακόμα καλύτερα και να παρουσιαστούν πιο δυνατοί. Αυτές τις ομάδες τις έχει ανάγκη το ελληνικό μπάσκετ. Ο Ηρακλής έχει έναν πολύ καλό προπονητή, τον Ηλία Καντζούρη ο οποίος έχει δουλέψει στο υψηλότερο επίπεδο. Έχει παραστάσεις και έδειξε ότι θέλει να κάνει κάποια καλά πράγματα στην ομάδα».
Για την επιλογή των ξένων παικτών το καλοκαίρι:
«Ο καταρτισμός μιας ομάδας το καλοκαίρι και το να βρεθούν οι παίκτες που θα στελεχώσουν το ρόστερ, είναι πολύ σημαντικό κομμάτι. Από εκεί και πέρα κάθε ομάδα έχει τα δικά της οικονομικά. Το σκάουτινγκ παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Στο σύγχρονο μπάσκετ δεν υπάρχει μόνο ο προπονητής, αλλά μία ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί για να μπορέσουν να φέρουν το αποτέλεσμα και αν δε δουλέψει το ένα δάχτυλο, θα έχει πρόβλημα όλο το χέρι. Στην Ελλάδα βλέπουμε και το φαινόμενο των πολλών αλλαγών κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Αυτό είτε θα βοηθήσει μια ομάδα για να βελτιωθεί, είτε αν είναι άστοχες οι επιλογές, την πάει πιο πίσω».
Για το ενδεχόμενο να ξαναδουλέψει με τον πατέρα του:
«Συνεργάστηκα για μία πενταετία με τον κόουτς και ακόμα μισό χρόνο στον ΠΑΟΚ, παλιότερα. Ζω καθημερινά τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει και αγαπάει το μπάσκετ. Όλα αυτά σε ένα μεγάλο βαθμό έχουν συντελέσει στο να είμαι αυτός που είμαι κι αυτό δε θα αλλάξει. Είναι ευχής έργον να μπορούμε να συνεργαζόμαστε γιατί θα ήταν πιο εύκολη η δουλειά και των δύο. Από κει και πέρα, είμαστε επαγγελματίες, κοιτάμε το καλύτερο για μας και τις οικογένειές μας και κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί στο μέλλον».