Από το μακρινό και παγωμένο Καζάν ο Βασίλης Σίμτσακ μιλά στο BasketPlus.gr για τη νέα εμπειρία του, ως βοηθός προπονητή στο πλευρό του Δημήτρη Πρίφτη στην Ούνικς Καζάν. Η απόφαση του για να αλλάξει «πλευρά» ήταν όπως μας λέει γρήγορη και χωρίς δεύτερη σκέψη αποδέχτηκε αυτή τη νέα πρόκληση, ξεκινώντας μια νέα καριέρα από άλλο πόστο στο μπάσκετ.
Το νέο κεφάλαιο της ζωής του, η πορεία της Ούνικς, τα μπασκετικά του χρόνια, η αγάπη για τον Άρη, ο ιδιαίτερος δεσμός του με τους φίλους των ομάδων που αγωνίστηκε, η αποδέσμευση του Βαγγέλη Μάντζαρη. Για όλα αυτά μας μιλά ο Βασίλης Σίμτσακ.
-Τι σκέφτηκες όταν σου έγινε η πρόταση;
«Ότι σταματάω το μπάσκετ κατευθείαν. Δεν πέρασε δεύτερη σκέψη από το μυαλό μου, μόλις έγινε το τηλεφώνημα. Εντωμεταξύ είχα συμφωνήσει προφορικά με τον Πανιώνιο για να συνεχίσω στην Α1 αλλά με το που μου έγινε η πρόταση αποφάσισα να σταματήσω το μπάσκετ και να κάνω αυτό που αγαπώ στο μπάσκετ από άλλο πόστο και είμαι 100% ευχαριστημένος με την απόφαση που έχω πάρει. Τα τελευταία χρόνια δεν το ευχαριστιόμουν τόσο πολύ και πιο πολύ το έκανα για οικονομικούς λόγους, αν εξαιρέσεις την περίοδο στον Άρη, που ήταν τρία χρόνια πανέμορφα. Το μπάσκετ εκεί το ευχαριστήθηκα πολύ, γιατί είναι μια ομάδα που σου προσφέρει τα πάντα, κόσμο, υγεία, αγάπη, να παίζεις σε χιλιάδες κόσμο μπροστά σε κάθε παιχνίδι. Από εκεί και πέρα το έκανα για οικονομικούς λόγους, είδα ότι για να παίζω για τα λεφτά δεν θα το ευχαριστιέμαι ούτε εγώ και αποφάσισα να σταματήσω.
Είναι καλύτερα από ότι το φανταζόμουν. Δεν έχω μετανιώσει καθόλου για την επιλογή μου, καμία φορά σκέφτομαι μήπως έπρεπε να ασχοληθώ και νωρίτερα με την προπονητική. Είναι πολύ ωραία όμως».
-Τι απολαμβάνεις περισσότερο τώρα από τη νέα σου θέση;
«Απολαμβάνω αυτό το σκάκι που υπάρχει μεταξύ των προπονητών, τα θέματα τακτικής, το τι παίζει κάθε προπονητής και τι πρέπει να κάνουμε εμείς για να προετοιμάσουμε κατάλληλα την ομάδα για το κάθε παιχνίδι. Είναι κάτι το οποίο μ’ αρέσει πάρα πολύ, έχω μπει στην ιδέα αυτή του ανταγωνισμού για να είναι η ομάδα μου ένα κλικ καλύτερη από τον αντίπαλο και είναι αυτό που ευχαριστιέμαι πάρα πολύ. Είναι πιο πολύ νοητικό και όχι σωματικό όπως σαν αθλητής».
-Από μία καινούρια σκοπιά βλέποντας το, τι χρειάζεται μια ομάδα για να πετύχει;
«Το βασικό είναι το καλοκαίρι, η επιλογή παικτών που γίνεται τότε. Όλο το μυστικό. Αν καταφέρει ένας προπονητής και επιλέξει τους 12-14 που μπορεί να έχει μια ομάδα και έχει πέσει κατά 90% μέσα, τότε η υπόλοιπη χρονιά θα είναι κατά κάποιο τρόπο επιτυχημένη, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αν δεν γίνουν σωστές επιλογές, τότε ξεκινά η αμφισβήτηση, αλλαγές παικτών στη διάρκεια της χρονιάς και είναι πάρα πολύ δύσκολο μια ομάδα να βρει την ισορροπία».
-Είσαι συνεργάτης με τον κ.Πρίφτη, με τον οποίο έχετε πολύ καλή σχέση και ήδη σαν παίκτης όταν αγωνιζόσουν έλεγε τα καλύτερα για σένα…
«Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι τα πρώτα μου βήματα τα κάνω δίπλα στον κόουτς Πρίφτη, και σαν παίκτης και τώρα σαν συνεργάτης έχουμε μια πολύ καλή σχέση και συνεργασία. Το κύριο συστατικό είναι η εμπιστοσύνη που υπάρχει μεταξύ μας, ξέρει και ξέρω ότι αυτό που θα του πω και θα μου πει είναι 100% αυτό που πιστεύω. Υπάρχει χημεία και σαν χαρακτήρες, αυτή η συνεργασία μόνο καλό μου κάνει».
-Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου σαν αθλητή και τώρα σαν προπονητή;
«Σαν παίκτης… τίμιος και σαν προπονητής, κάτι σαν «nerd» στην προπονητική, όπως λένε στην Αμερική αυτούς που διαβάζουν πάρα πολύ.
Κάποιοι προπονητές για να φτάσουν στο επίπεδο που μπήκα εγώ -στα βαθιά- χρειάζεται να περάσουν χρόνια και να περάσουν από όλες τις κατηγορίες, είμαι όμως τυχερός και για τον κ.Πρίφτη που με επέλεξε και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε η διοίκηση της Ούνικς και ο κ.Μπογκατσεφ. Γι’ αυτό δε σταματώ να προσπαθώ για το καλύτερο της ομάδας και να μαθαίνω, έχω ακόμη πολλά περιθώρια να μάθω κι άλλα».
«Έκανα πράγματα που πίστευα ότι δεν μπορώ να κάνω…»
Ο Βασίλης Σίμτσακ αγωνίστηκε χρονικά σε Δούκα, Σπόρτινγκ, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Τρίκαλα, Καβάλα, Ίκαρο Καλλιθέας, Πανιώνιο, Άρη και Περιστέρι. Μια πορεία που ξεκίνησε από το 2003 και ολοκληρώθηκε το 2018. Ενάμιση χρόνο, περίπου, μετά όμως του λείπει να μπει ξανά στο παρκέ και να αγωνιστεί;
«Αυτό μου το λένε και τα παιδιά στην ομάδα… (γέλια). Καθόλου… Ειλικρινά δεν τους ζηλεύω, τις προπονήσεις, την προετοιμασία. Αντίθετα νιώθω ανακουφισμένος. Στα τελειώματα μου δεν το έκανα επειδή το αγαπούσα, αλλά για άλλους λόγους και χαίρομαι που πέρασα στην άλλη πλευρά».
– Πώς θα περιέγραφες τα μπασκετικά σου χρόνια;
«Έκανα πράγματα που πίστευα ότι δεν μπορώ να κάνω. Ξεκίνησα το μπάσκετ για χαβαλέ σε μεγάλη ηλικία, γύρω στα 14 -15. Είδα ότι υπήρχε μια ανταπόκριση από τις ομάδες που έπαιζα, είδα ότι βήμα-βήμα μπορούσα να ανέβω κατηγορία και γενικά από την πορεία μου είμαι πολύ ευχαριστημένος και παραπάνω από όσο θα φανταζόμουν. Δεν έχω κανένα παράπονο, από την πλευρά μου με τα καλά και τα κακά μου, προσπάθησα πάντα να δίνω το 100% και εκτιμήθηκε και από συμπαίκτες και από κόσμο και από προπονητές».
– Πέρασες όμως κι έναν σοβαρό τραυματισμό.
«Αυτό που με κάνει χαρούμενο είναι ότι κανείς δε θυμάται ότι έχω πάθει ολική ρήξη αχιλλείου τένοντα, γιατί εκείνη την εποχή όλοι μου έλεγαν ότι δύσκολα θα ξαναπαίξεις μπάσκετ, προσπάθησε να σκεφτείς το επόμενο βήμα στη ζωή. Οι περισσότεροι που μιλούσα τότε ήταν απαισιόδοξοι. Πολλοί δεν γνωρίζουν καν ότι είχα πάθει αυτόν τον τραυματισμό. Μετά από εκείνη την περίοδο όμως κατάφερα να παίξω καλύτερα από πριν και με κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο αυτό».
– Ήσουν από τους παίκτες με ιδιαίτερο «δέσιμο» με τον κόσμο στις ομάδες που αγωνιζόσουν. Αυτό που πως δημιουργούνταν;
«Ο κόσμος έβλεπε πάντα ότι δεν έκλεβα, ούτε στα παιχνίδια, ούτε στην προπόνηση, ήμουν πάντα εκεί, στα δύσκολα και στα εύκολα έδινα ότι είχα, μπασκετικά και σωματικά και ο κόσμος αυτό νομίζω το εκτιμούσε. Έβλεπε έναν αθλητή, όχι τεραστίων δυνατοτήτων, περιορισμένων αλλά πάντα έπαιζα στο μάξιμουμ».
-Περίεργο για κάποιον να εκφράζεται μόνος του και να λέει ότι ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων.
«Αυτό είναι ένα από τα μυστικά για το οποίο έπαιξα, γιατί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της νεολαίας γενικά είναι η αυτογνωσία. Να δει κάποιος τι μπορεί, να κάνει και τι όχι αν το καταφέρει κάποιος αυτό, μόνο κερδισμένοι θα βγουν».
-Η εμπειρία του να δουλεύεις στο εξωτερικό είναι πρωτόγνωρη για σένα. Πως το βιώνεις μέχρι τώρα και πως είναι η καθημερινότητά σου;
«Είναι τελείως διαφορετικά. Είναι σαν να βλέπεις την άλλη όψη του νομίσματος, βέβαια είναι κάπου στη μέση, γιατί σε κάποια θέματα οι ομάδες είναι πιο μπροστά, σε άλλα είμαστε πιο εξελιγμένοι στην Ελλάδα. Μακάρι αυτές τις συνθήκες εργασίας που υπάρχουν εδώ, να υπάρχουν μία μέρα και στη χώρα μας, κάτι που θα κάνει και το άθλημα καλύτερο, θα προσελκύσει καλύτερους παίκτες, περισσότερο κόσμο στο γήπεδο και γενικά το μπάσκετ θα αναπτυχθεί πιο πολύ και θα γίνει και πάλι η ναυαρχίδα του ελληνικού αθλητισμού.
«Η καθημερινότητα μου είναι λίγο βαρετή (γέλια). Ασχολούμαι όλη τη μέρα με πράγματα της ομάδας, η οικογένεια μου είναι στην Αθήνα, οπότε όλη μέρα είμαι στο γήπεδο».
«Σαν ομάδα η Ούνικς προσπαθεί να διεκδικεί τα πάντα».
-Οι φετινοί στόχοι της Ούνικς ποιοι είναι;
«Φέτος είναι μια πιο περίεργη χρονιά από τις προηγούμενες δύο, δεν ξεκινήσαμε με την ίδια σταθερότητα, όπως πέρσι και πρόπερσι αλλά σιγά σιγά βρίσκουμε τα πατήματα μας και το δρόμο μας, δε βάζουμε κάποιους συγκεκριμένους στόχους, έχουμε κάνει κάποιες αλλαγές και προσπαθούμε να αφομοιώσουμε τους νέους παίκτες στα συστήματα μας και στην ομάδα.
Είμαστε σε πολύ καλό δρόμο. με όποιον αντίπαλο και αν παίζει σε όποια διοργάνωση και αν είναι, προχωράμε βήμα-βήμα και προσπαθούμε για το καλύτερο».
– Ποιο είναι το βασικό στοιχείο αγωνιστικά στην ομάδα σας;
«Κλασσικά βασικό στοιχείο είναι η άμυνα, που είναι βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας του κόουτς Πρίφτη σε όλες τις ομάδες που βρισκόταν. Βέβαια επειδή το ρωσικό πρωτάθλημα και το Eurocup είναι διοργανώσεις όπου υπάρχει πολύ μεγάλη ταχύτητα, παίζουμε και σε αυτό το στιλ παιχνιδιού και θέλουμε σαν ταυτότητα της ομάδας να υπάρχει πάσα. Έχουμε παίκτες με πολύ μεγάλο ταλέντο στο σκοράρισμα, με πολύ μεγάλο ταλέντο στη δημιουργία, βρισκόμαστε σε φάση να πασάρει ο καθένας στο συμπαίκτη του και να υπάρχει εμπιστοσύνη και το αποτέλεσμα που υπάρχει είναι θετικό».
– Περαιτέρω ενίσχυση θα υπάρξει;
«Η ομάδα έχει βρει ρυθμό, είμαστε καλά. Προσωπικά δεν το γνωρίζω, έχουμε βρει τη χημεία που θέλουμε και πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε έτσι, βέβαια ποτέ δεν ξέρεις πως έρχονται τα πράγματα , να είμαστε υγιείς πάνω από όλα».
– Στο staff της ομάδας είναι έντονο το ελληνικό στοιχείο, όπως και στην ομάδα ενώ γενικά οι Έλληνες προπονητές δουλεύουν σε αρκετές χώρες, στο εξωτερικό.
«Οι Έλληνες προπονητές έχουν αναπτύξει τη φιλοσοφία τους και την έχουν περάσει σε πολλές ομάδες και χώρες που έχουν εργαστεί. Είμαστε τυχεροί γιατί τις εποχές που ανθούσε η γιουγκοσλάβικη σχολή ήρθαν στη χώρα μας μεγάλα ονόματα από τους κορυφαίους στον κόσμο και κατάφεραν και πέρασαν πολλά πράγματα, τα οποία οι Έλληνες τα επεξεργάστηκαν, έβαλαν και τη δική τους φιλοσοφία και έχουμε χτίσει μία δική μας σχολή, που αυτή τη στιγμή έχει πέραση σε πολλές χώρες και ομάδες».
– Μείον ένα όμως στο ελληνικό στοιχείο ήταν η αποχώρηση του Βαγγέλη Μάντζαρη.
«Ο Βαγγέλης ήταν καθαρά επιλογή του κόουτς Πρίφτη, τον πιστεύαμε πάρα πολύ, και ο κόουτς και το υπόλοιπο επιτελείο. Δεν ταίριαξε; Ο Βαγγέλης προσπάθησε πάρα πολύ και δεν υπάρχει κανένα παράπονο από εκείνον, ίσα-ίσα δούλεψε πάρα πολύ, γιατί και για εκείνον ήταν η πρώτη φορά στο εξωτερικό και τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Μέσα από την καρδιά μου, του εύχομαι τα καλύτερα για τη συνέχεια, είναι ένα εξαιρετικό παιδί και προσπαθεί πάρα πολύ».
– Πώς είναι η ατμόσφαιρα στα γήπεδα μπάσκετ της Ρωσίας;
«Καμία σχέση με την Ελλάδα… εδώ το πρώτο άθλημα είναι το ice hockey αλλά στο Καζάν και σε άλλες πόλεις γίνεται μεγάλη προσπάθεια να προσελκύσουν το κοινό και υπάρχει μεγάλη βελτίωση και στα παιχνίδια της Ευρωλίγκας και στη VTB. Το καλό είναι ότι όταν κερδίζεις δεν υπάρχει αυτό το ακραίο ότι είσαι θεός, σε πάμε στα ουράνια, και αντιθέτως στην ήττα δεν υπάρχει το ότι καταστραφήκαμε. Υπάρχει μια ισορροπία που βοηθάει την ομάδα, τους παίκτες, βοηθάει να βάζουν οι ομάδες καινούρια πράγματα στη φιλοσοφία τους, το να παίρνουν χρόνο και νέοι παίκτες χωρίς να υπάρχει αυτή η πίεση όπως σε άλλες χώρες».
– Η εκτίμηση σου για το ελληνικό πρωτάθλημα μέχρι στιγμής; Το παρακολουθείς;
«Τώρα που τα βλέπω από μακριά, στη VTB League τα παιχνίδια παίζονται με τρομερές ταχύτητες, οπότε μου φαίνεται λίγο διαφορετικά, αλλά αυτό που μου αρέσει είναι το πάθος που υπάρχει, η τακτική που ακολουθούν οι Έλληνες προπονητές, μας λείπει η αθλητικότητα, το μακρινό σουτ στο ελληνικό μπάσκετ. Οι καλές ομάδες όμως που έχουν υψηλούς στόχους προσπαθούν και καλύπτουν αυτά τα κενά με κάποιος ξένους αθλητές και γίνεται μία καλή μίξη και προσφέρουν ωραίο θέαμα».
– Βλέπουμε όμως τα τελευταία χρόνια, παραδοσιακά μεγάλες δυνάμεις στο ελληνικό μπάσκετ, που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, όπως ο ΠΑΟΚ και ο Άρης.
«Αυτό είναι καθαρά διαχείριση των ανθρώπων που πέρασαν από τις κεφαλές των ομάδων αυτών. Έχουν περάσει άνθρωποι που έχουν κάνει κακοδιαχείριση, έχουν κερδίσει λεφτά στο όνομα των ομάδων αυτών και μιλάω γενικά και είναι κρίμα. Ένας έξυπνος άνθρωπος να βρεθεί και να βάλει σε σειρά τα πράγματα, όχι μόνο θα πίνει νερό ο κόσμος στο όνομα του αλλά θα καταφέρει να έχει και έσοδα η ομάδα ο ίδιος και να πάει την ομάδα σε υψηλό επίπεδο».
– Από την άλλη, υπάρχουν και ανερχόμενες δυνάμεις.
«Έχουν έρθει στο προσκήνιο κάποιες ομάδες. Το μυστικό πιστεύω είναι ότι υπάρχει μια σταθερή διοίκηση και από το Περιστέρι που πέρασα και στην ομάδα του Προμηθέα, υπάρχει ο κ.Λιόλιος. Το να υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που βάζουν χρήματα, κρατάνε τους ίδιους ανθρώπους στο staff και στην ομάδα, είναι σημαντικό για να υπάρχει χημεία. Δείχνοντας αυτή την εμπιστοσύνη, αυτές οι ομάδες μπορούν να έχουν μία καλή και σταθερή πορεία και είναι ευχής έργον να ακολουθήσουν στο ίδιο μοτίβο και οι άλλες ομάδες».